A.seemed, ἀεικέλιος δέατ᾽ εἶναι methought he was a pitiful fellow, Od.6.242; εἰκ ἂν δέατοι, = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ., = ὅσῃ ἂν δοκῇ, IG5(2).6.10, 18 (Tegea); ὁπόθ᾽ ἂν δεάσητοι ἀμφοτέροις ib.343.24 (Orchom. Arc.); cf. δέαται: δοκεῖ, δεάμην: ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον, δέασθεν (prob.): ἐδόκουν, Hsch. (Root δεψα^, cf. δῆλος, δοάσσατο, Skt. d[imacracute]deti 'appear'.)
δέα^το ,