A.cut or carve upon stone, “ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον” Hdt.1.187, cf. IG12.313.166; ἐν τᾷ στάλᾳ ib. 12(1).694.9 (Camirus); τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ., Hdt.2.106, 136, al., cf. LXX 3 Ki.6.33(35); “ἐπὶ τρίποσι” Hdt.5.59; “ἐπὶ πίνακος” Suid. s.v. βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον Plu.Per.21: metaph., [“νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς” Lib.Decl.43.49.
ἐγκολ-άπτω ,