A.chop up, cut into pieces, freq. metaph., κ. αὐτὴν (sc. ἀρετὴν)“ κατὰ μόρια” Pl.Men.79c; “τὴν μίαν τέχνην εἰς πολλάς” Gal.Thras.24; κ. τὴν τέχνην εἰς μικρά fritter it away, Demetr.Eloc. 76; “τὴν μουσικήν” Plu.2.1142b; “τοὺς ἀγῶνας” Str.4.4.2; “τὸν λόγον” Gal.1.246:—Pass., to be cut up, “φαίνεται εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις” Pl.R.395b; “κατακεκερμάτισται . . ὡς οἷόν τε σμικρότατα” Id.Prm.144b; κατακεκ. ἐρωτήσεσι πρὸς ἀποκρίσεις cut up into questions and answers, Id.Sph.225b, cf. 257c, 258e, Plot.3.9.2; “διήγησις εἰς μικρὰς κ. τομάς” D.H.Th.9; “σύνθεσις κατακεκομμένη καὶ -ισμένη” Demetr.Eloc.4; “ἄντικρυς μικρὰ καὶ -ισμένα” Longin.42; τοῦ πυρετοῦ . . κατακερματιζομένου gradually becoming slighter, Hp. Acut.(Sp.)13: seldom in lit. sense, Porph.Marc.10 (Pass.); also, change into smaller coin, POxy.1411.12 (iii A.D.).
κατακερματ-ίζω , (κέρμα)