A.“φοῖνιξ” B. 1) = φοινίκεος, dark-red, purple or crimson, “χλαῖνα” Il.10.133, Od.14.500; “ἡνία” Hes.Sc.95; σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι red with blood, Il.23.717; “αἵματι φοινικόεις” Hes.Sc.194. [In Hom. and Hes. φοινικόεσσαι, -όεσσαν, -όεντα, must be pronounced as if contracted, cf. Nonn.D.41.352.]
φοινι_κό-εις , εσσα, εν, (