A.v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ: βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος , v. ὀρόδαμνος. ῥα^δαμνώδης , ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται: πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη: κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥα^δα^νίζω , v. ῥοδάνη. ῥα^δα^νός , v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι: οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές: τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.
ῥα^δα^λός , ή, όν,